Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

φρούτα [ουσ ουδ πληθ.] φταρνίζομαι (φταρνίστη...
φρουτιέρα {χωρ. γεν.... φτάρνισμα [ουσ ουδ.]
φρούτο [ουσ ουδ.] φτάσιμο {φτασίματο...
φρουτοκαλλιέργεια [θηλ.ουσ] φτασμένος [επίθ.]
φρουτοσαλάτα {δύσχρ. φρ... Φτέρα [θηλ.ουσ]
φρουτοσάλατα [θηλ.ουσ] φτερά [ουσ ουδ πληθ.]
φρύαγμα [ουσ ουδ.] φτεράς [ουσ αρσ ]
φρύγανα [ουσ ουδ πληθ.] φτέρνα {φτερνών}
φρυγανιά [θηλ.ουσ] φτερνιά [θηλ.ουσ]
φρυγανιέρα {χωρ. γεν.... φτερνίζομαι {φτερνίστη...
φρυγανίζομαι [ρ.] φτέρνισμα {φτερνίσμ-...
φρυγανίζω {φρυγάνισ-... φτερνιστήρι {φτερνιστη...
φρυγάνισμα [ουσ ουδ.] φτερνοκόπημα [ουσ ουδ.]
φρυγανιστός [επίθ.] φτερνοκοπώ {φτερνοκοπ...
φρυγμένος [ουσ αρσ ] φτερό [ουσ ουδ.]
φρυγμός [ουσ αρσ ] φτεροκοπώ {φτεροκοπ-...
φρύγω (έφρυξα, φ... φτεροπόδαρος [επίθ.]
φρύδι {φρυδ-ιού ... φτερούγα {σπάν. φτε...
φρύνος [ουσ αρσ ] φτερουγίζω {φτερούγισ...
φταίξιμο {φταιξίμ-α... φτερούγισμα [ουσ ουδ.]
φταίχτης {φταιχτών} φτέρωμα {φτερώμ-ατ...
φταίω {φταί-ω, φ... φτερωτή [θηλ.ουσ]
φτάνει! [επιφ.] φτερωτός [επίθ.]
φτάνω αόρ. έφτασ... φτηνά [επίρ.]
φτάρμισμα [ουσ ουδ.] φτηναίνω (φτήνυνα)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: