Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


φτηναίνω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 abbassare il prezzo
2 [intransitivo] diminuire di prezzo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  φτηνά φτήνια  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---