Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


φτερουγίζω
ρήμα αμετάβατο

1 aleggiare
2 impennare
3 sbatacchiare (vt)
4 sbattere (vt)
5 starnazzare (vi)
6 sventolare (vt)
7 svolazzare (vi)
8 volitare
9 battere le ali
10 prendere il volo
11 spiccare il volo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  φτερούγα φτερούγισμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---