Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

φαρυγγοσκόπιο {φαρυγγοσκ... φασματογράφημα [ουσ ουδ.]
φαρυγγοσκόπιση [θηλ.ουσ] φασματογραφία {φασματογρ...
φαρυγγοτομία {φαρυγγοτο... φασματογραφικός [επίθ.]
φάρυγξ [ουσ αρσ ] φασματογράφος [ουσ αρσ ]
φαρφουρί {άκλ.} φασματομετρία [θηλ.ουσ]
φασαμέν {άκλ.} φασματομετρικός [επίθ.]
φασαρία {φασαριών} φασματοσκοπία {χωρ. πληθ...
φασαρίας {χωρ. πληθ... φασματοσκοπικός [επίθ.]
φασαριόζικος [επίθ.] φασματοσκόπιο [ουσ ουδ.]
φάση {-ης κ. -ε... φασματοφωτομετρία [θηλ.ουσ]
φασιανός [ουσ αρσ ] φασματοφωτομετρικός [επίθ.]
φασίνα {χωρ. πληθ... Φασματοφωτόμετρο [ουσ ουδ.]
φασισμός [ουσ αρσ ] φασολάδα [θηλ.ουσ]
φασίστας {φασιστών} φασολάκι {χωρ. γεν....
φασιστικός [επίθ.] φασόλι {φασολ-ιού...
φασιστοποίηση [θηλ.ουσ] φασόλια [ουσ ουδ πληθ.]
φασιστοποιώ [ρ.] φασόν {άκλ.}
φασκιά [θηλ.ουσ] φασουλής [ουσ αρσ ]
φασκιές [θηλ. ουσ πληθ.] φαταλισμός [ουσ αρσ ]
φάσκιωμα [ουσ ουδ.] φαταούλας {χωρ. γεν....
φασκιώνω {φάσκιω-σα... φάτνη {δύσχρ. φα...
φασκόμηλο [ουσ ουδ.] φατνίο [ουσ ουδ.]
φάσκω {εύχρ. στο... φάτνωμα {φατνώμ-ατ...
φάσμα {φάσμ-ατος... φατούρα {χωρ. γεν....
φασματικός [επίθ.] φατρία {φατριών}

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: