Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
φασολάκι
ουσιαστικό ουδέτερο
fagiol
i
no
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< φασολάδα
φασόλι >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
φασματοσκόπιο
[ουσ ουδ.]
φασματοφωτομετρία
[θηλ.ουσ]
φασματοφωτομετρικός
[επίθ.]
Φασματοφωτόμετρο
[ουσ ουδ.]
φασολάδα
[θηλ.ουσ]
φασολάκι
{χωρ. γεν....
φασόλι
{φασολ-ιού...
φασόλια
[ουσ ουδ πληθ.]
φασόν
{άκλ.}
φασουλής
[ουσ αρσ ]
φαταλισμός
[ουσ αρσ ]
φαταούλας
{χωρ. γεν....
φάτνη
{δύσχρ. φα...
φατνίο
[ουσ ουδ.]
φάτνωμα
{φατνώμ-ατ...
φατούρα
{χωρ. γεν....
φατρία
{φατριών}
φατριασμός
[ουσ αρσ ]
φατριαστής
[ουσ αρσ ]
φατριαστικός
[επίθ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis