Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


φασαρία
ουσιαστικό θηλυκό

1 chiasso, rumore (m)
2 [μπελάς] guaio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  φασαμέν φασαρίας  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


μπλέκομαι σε φασαρίες = cacciarsi nei guai || κάνω φασαρία = fare casino || (disordine, chiasso) κάνω φασαρία = (ταραχές, θόριβο) fare confusione


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---