Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

τροχοπέδηση [θηλ.ουσ] τρυπανοσωμίαση {-ης κ. -ά...
τροχοπέδιλα [ουσ ουδ πληθ.] τρυπανοφόρο [ουσ ουδ.]
τροχοπέδιλο {τροχοπεδί... τρύπες [θηλ. ουσ πληθ.]
τροχοπεδιλοδρομία [θηλ.ουσ] τρύπημα {τρυπήμ-ατ...
τροχοπεδιλοδρομώ {τροχοπεδι... τρυπημένος [επίθ.]
τροχοπεδώ {τροχοπεδε... τρυπητήρι {τρυπητηρ-...
τροχός [ουσ αρσ ] τρυπητό [ουσ ουδ.]
τροχόσπιτο [ουσ ουδ.] τρυπητός [επίθ.]
τροχοφόρο [ουσ ουδ.] τρυπιέμαι [ρ.]
τρύγημα [ουσ ουδ.] τρύπιος [επίθ.]
τρύγηση {-ης κ. -ή... τρυπίτσα [θηλ.ουσ]
τρυγητής {κ. τρυγητ... τρυποφράκτης [ουσ αρσ ]
τρυγητός [ουσ αρσ ] τρυπτοφάνη [θηλ.ουσ]
τρυγία {χωρ. πληθ... τρυπώ {τρυπάς......
τρυγιά [θηλ.ουσ] τρύπωμα {τρυπώμ-ατ...
τρύγος [ουσ αρσ ] τρυπώνω {τρύπω-σα,...
τρυγώ {τρυγάς...... τρυσμός [ουσ αρσ ]
τρύζω {έτρυξα} τρυφερά [επίρ.]
τρύπα {τρυπών} τρυφεράδα {χωρ. γεν....
τρυπάνι {τρυπαν-ιο... τρυφερός [επίθ.]
τρυπανίζω {τρυπάνισ-... τρυφερότητα {χωρ. γεν....
τρυπάνισμα [ουσ ουδ.] τρυφή {χωρ. πληθ...
τρυπανισμός [ουσ αρσ ] τρυφηλός [επίθ.]
τρυπανιστής [ουσ αρσ ] τρυφηλότητα [θηλ.ουσ]
τρυπανόσωμα {τρυπανοσώ... τρυφώ [-άς, -ά]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: