Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικότρυπανισμός
ουσιαστικό αρσενικό 1 foratura 2 perforamento 3 perforazione 4 terebrazione 5 traforazione 6 traforo 7 trapanatura 8 trapanazione permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |