Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


τρύπα
ουσιαστικό θηλυκό

1 buco, foro
2 [βελώνας] cruna
3 [ζώου] tana

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  τρύζω τρυπάνι  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η τρύπα του όζοντος = buco [αρσ.] nell'ozono


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---