Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›τρυσμός

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

τρυσμός
ουσιαστικό αρσενικό

1 chioccolio
2 gorgheggiamento
3 gorgheggio
4 passeraio
5 pigolamento
6 pigolio

permalink
‹ τρυπώνω
τρυφερά ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

τρυποφράκτης [ουσ αρσ ]
τρυπτοφάνη [θηλ.ουσ]
τρυπώ {τρυπάς......
τρύπωμα {τρυπώμ-ατ...
τρυπώνω {τρύπω-σα,...
τρυσμός [ουσ αρσ ]
τρυφερά [επίρ.]
τρυφεράδα {χωρ. γεν....
τρυφερός [επίθ.]
τρυφερότητα {χωρ. γεν....
τρυφή {χωρ. πληθ...
τρυφηλός [επίθ.]
τρυφηλότητα [θηλ.ουσ]
τρυφώ [-άς, -ά]
τρώγλη {σπάν. τρω...
τρωγλοδύτης {τρωγλοδυτ...
τρωγλοδυτικός [επίθ.]
τρωγλοδυτισμός [ουσ αρσ ]
τρώγομαι ενεστ. τρω...
τρώγω ενεστ. τρω...


{{ID:TRYSMOS100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti