Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


τρυσμός
ουσιαστικό αρσενικό

1 chioccolio
2 gorgheggiamento
3 gorgheggio
4 passeraio
5 pigolamento
6 pigolio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  τρυπώνω τρυφερά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---