Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

σώβρακα [ουσ ουδ πληθ.] σωματικός [επίθ.]
σώβρακο [ουσ ουδ.] σωμάτιο {σωματί-ου...
σώζομαι αόρ. έσωσα... σωματολογία {χωρ. πληθ...
σώζω {έσωσα, σώ... σωματολογικός [επίθ.]
σωθικά [ουσ ουδ πληθ.] σωματομετρία {χωρ. πληθ...
Σωκράτης {-η κ. -άτ... σωματοτρόπος [επίθ.]
σωκρατικός [επίθ.] σωματοφύλακας {(θηλ. σωμ...
σωληνάκι [ουσ ουδ.] σωματώδης {σωματώδ-ο...
σωληνάριο {σωληναρί-... σώνω αόρ. έσωσα...
σωλήνας [ουσ αρσ ] σώος [επίθ.]
σωλήνες [θηλ. ουσ πληθ.] σωπαίνω {σώπασα (π...
σωληνίσκος [ουσ αρσ ] σωρεία {χωρ. πληθ...
σωληνοειδές [ουσ ουδ.] σωρείτες [θηλ. ουσ πληθ.]
σωληνοειδής {σωληνοειδ... σωρείτης [ουσ αρσ ]
σωληνουργείο [ουσ ουδ.] σώρευση [θηλ.ουσ]
σωληνώσεις [θηλ. ουσ πληθ.] σωρευτικός [επίθ.]
σωλήνωση {-ης κ. -ώ... σωρεύω {σώρευ-σα,...
σωληνωτός [επίθ.] σωρηδόν [επίρ.]
σώμα {σώμ-ατος ... σωριάζομαι [ρ.]
σωματειακός [επίθ.] σωριάζω {σώριασ-α,...
σωματείο [ουσ ουδ.] σώριασμα [ουσ ουδ.]
σωματέμπορος {σωματεμπό... σωροί [ουσ αρσ πληθ.]
σωματιδιακός [επίθ.] σωρός [ουσ αρσ ]
σωματίδιο {σωματιδί-... σωσίας {σωσιών}
σωματικά [επίρ.] σωσίβιο [ουσ ουδ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: