Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόσωσίβιο
ουσιαστικό ουδέτερο 1 [στρογγυλός] salvagente (m) 2 [μπουφάν] giubbotto salvagente, giubbotto di salvataggio permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |