Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σωρεύω
ρήμα μεταβατικό

1 abbarcare
2 accastellare
3 accastellinare
4 accatastare
5 acculare
6 ammassare
7 ammontare
8 ammucchiarsi
9 impilare
10 sommare (vt)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σωρευτικός σωρηδόν  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---