Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σωματώδης
επίθετο

1 carnoso
2 corposo
3 gagliardo
4 ingombrante
5 massiccio
6 nerboruto
7 robusto
8 voluminoso

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σωματοφύλακας σώνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---