Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

στραβοκαταπίνω {στραβοκατ... στραγγίζω {στράγγ-ισ...
στραβοκεφαλιά [θηλ.ουσ] στράγγισμα [ουσ ουδ.]
στραβοκέφαλος [επίθ.] στραγγισμένος [επίθ.]
στραβοκοιτάζω {στραβοκοί... στραγγιστήρι {στραγγιστ...
στραβολέκα [θηλ.ουσ] στράλιο [ουσ ουδ.]
στραβομουτσουνιάζω {στραβομου... στραμμένος [επίθ.]
στραβόξυλο [ουσ ουδ.] στραμπούληγμα [ουσ ουδ.]
στραβοπάτημα {στραβοπατ... στραμπούλιγμα [ουσ ουδ.]
στραβοπατώ {στραβοπατ... στραμπουλιγμένος [επίθ.]
στραβοπόδαρος [επίθ.] στραμπουλίζομαι [ρ.]
στραβοπόδης [επίθ.] στραμπουλίζω {στραμπούλ...
στραβός [επίθ.] στραμπούλισμα [ουσ ουδ.]
στραβοτιμονιά [θηλ.ουσ] στραμπουλώ [ρ. μτβ.]
στραβοχυμένος [επίθ.] στραπατσάρισμα [ουσ ουδ.]
στράβωμα [ουσ ουδ.] στραπατσαρισμένος [επίθ.]
στραβωμένος [επίθ.] στραπατσάρομαι [ρ.]
στραβώνομαι [ρ.] στραπατσάρω {στραπατσά...
στραβώνω {στράβω-σα... στραπάτσο [ουσ ουδ.]
στραγάλια [ουσ ουδ πληθ.] στρας [ουσ ουδ.]
στραγγαλίζω {στραγγάλι... στράτα {χωρ. γεν....
στραγγάλισμα [ουσ ουδ.] στρατάρχης {(κλητ. στ...
στραγγαλισμένος [επίθ.] στραταρχικός [επίθ.]
στραγγαλισμός [ουσ αρσ ] στράτευμα {στρατεύμ-...
στραγγαλιστής [ουσ αρσ ] στρατευμένος [ουσ αρσ ]
στραγγαλιστικός [επίθ.] στρατεύομαι {στρατεύ-θ...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: