Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


στρατεύομαι
ρήμα αμετάβατο

1 arruolarsi
2 [υποχρεωτικά] essere di leva
3 [πολιτικά] militare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  στρατευμένος στράτευση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---