Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


στραβομουτσουνιάζω
ρήμα αμετάβατο

1 imbronciare
2 imbronciarsi
3 immusonirsi
4 ingrognare
5 ingrugnare
6 ingrugnarsi
7 ingrugnire

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  στραβολέκα στραβόξυλο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---