Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


στραβός
επίθετο

1 [λοξός] storto
2 [τυφλός] cieco
3 [λαθεμένος] sbagliato, errato

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  στραβοπόδης στραβοτιμονιά  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


κάνω τα στραβά μάτια = chiudere un occhio


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---