Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

στερημένος [επίθ.] στεφάνη {χωρ. γεν....
στέρηση {-ης κ. -ή... στεφάνι {στεφαν-ιο...
στερητικός [επίθ.] Στεφανία [θηλ.ουσ]
στεριά [θηλ.ουσ] στεφανιαίος [επίθ.]
στεριά! [επιφ.] στέφανο [ουσ ουδ.]
στεριανός [ουσ αρσ ] στέφανος {στεφάν-ου...
στέριωμα [ουσ ουδ.] στεφάνωμα [ουσ ουδ.]
στεριώνω (στερέ-ωσα... στεφανωμένος [επίθ.]
στερκοχολίνη [θηλ.ουσ] στεφανώνομαι [ρ. παθ.]
στερλίνα [θηλ.ουσ] στεφανώνω {στεφάνω-σ...
στέρνα {χωρ. γεν.... στέφω {έστεψα, σ...
στερνικός [επίθ.] στέψη {-ης κ. -ε...
στέρνο [ουσ ουδ.] στη [πρόθ.]
στερνογέννητο [ουσ ουδ.] στηθάγχη {χωρ. πληθ...
στερνοπαίδι {χωρ. γεν.... στηθαγχικός [επίθ.]
στερνοπούλι [ουσ ουδ.] στηθαίο [ουσ ουδ.]
στερνός [επίθ.] στηθικός [επίθ.]
στέρξιμο [ουσ ουδ.] στηθόδεσμος {-ου κ. -έ...
στεροειδές [ουσ ουδ.] στήθος {στήθ-ους ...
στερόλη [θηλ.ουσ] στηθοσκόπηση {-ης κ. -ή...
στερούμαι μππ. στερη... στηθοσκοπία [θηλ.ουσ]
στερούμενος [επίθ.] στηθοσκοπικός [επίθ.]
στερρός [επίθ.] στηθοσκόπιο {στηθοσκοπ...
στερώ {στερείς..... στηθοσκοπώ {στηθοσκοπ...
στέφανα {στεφάνων} στήλη {στηλών}

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: