Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόστήλη
ουσιαστικό θηλυκό 1 stele (f) 2 [κολόνα] colonna, pila 3 [εφημερίδας] rubrica permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαη ηλεκτρική στήλη = torcia [θηλ.] elettrica Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |