Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Σλοβακία [θηλ.ουσ] σμηριγγώδης [ουσ αρσ ]
σλοβακικός [επίθ.] σμίγω {έσμιξα, σ...
Σλοβάκος [ουσ αρσ ] σμικρύνομαι [ρ.]
Σλοβενία [θηλ.ουσ] σμίκρυνση {-ης κ. -ύ...
σλοβενικός [επίθ.] σμικρύνω {σμίκρυν-α...
Σλοβένος [ουσ αρσ ] σμιλάρι [ουσ ουδ.]
σλόγκαν [ουσ ουδ.] σμιλεμένος [επίθ.]
σμάλτο [ουσ ουδ.] σμίλευση [θηλ.ουσ]
σμάλτωμα [ουσ ουδ.] σμιλευτής [ουσ αρσ ]
σμαλτωμένος [επίθ.] σμιλευτός [επίθ.]
σμαλτώνω {σμάλτω-σα... σμιλεύω {σμίλευ-σα...
σμάλτωση [θηλ.ουσ] σμίλη {δύσχρ. σμ...
σμαράγδι [ουσ ουδ.] σμίξιμο [ουσ ουδ.]
σμάρι {δύσχρ. σμ... σμόκιν [ουσ ουδ.]
σμεουριά [θηλ.ουσ] σμπαράλια [ουσ ουδ πληθ.]
σμέουρο [ουσ ουδ.] σμπαραλιάζομαι [ρ.]
σμέρνα {σμερνών} σμπαραλιάζω {σμπαράλια...
σμήγμα {σμήγμ-ατο... σμπαράλιασμα [ουσ ουδ.]
σμηγματογόνος [επίθ.] σμπαραλιασμένος [επίθ.]
σμηγματόρροια {χωρ. πληθ... σμπάρος [ουσ αρσ ]
σμηγματορροϊκός [επίθ.] σμπίρος [ουσ αρσ ]
σμηγματώδης [επίθ.] σμυριγλάς {σμυριγλάδ...
σμηναγός [ουσ αρσ ] σμυρίγλι {σμυριγλ-ι...
σμηνίας {σμηνιών} σμυρίδα [θηλ.ουσ]
σμήνος {σμήν-ους ... σμυριδόσκονη [θηλ.ουσ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: