Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σμπαραλιάζω
ρήμα μεταβατικό

1 sbaragliare (vt)
2 sbriciolare (vt)
3 scheggiare (vt)
4 scheggiarsi (vrifl)
5 sconquassare (vt)
6 sgretolare (vt)
7 andare in briciole
8 mandare in pezzi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σμπαραλιάζομαι σμπαράλιασμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---