Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σμπαράλια
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

1 coccio
2 frantumi
3 rovine
4 sminuzzatura

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σμόκιν σμπαραλιάζομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---