Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σμίγω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 mischiare
2 [συνατώμαι] incontrarsi
3 [ενώνομαι] ricongiungersi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σμηριγγώδης σμικρύνομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---