Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

σιγανός [επίθ.] σιγουρεύομαι [ρ.]
σιγαρέτο [ουσ ουδ.] σιγουρεύω {σιγούρ-εψ...
σιγά–σιγά [επίρ.] σιγουριά {χωρ. πληθ...
σιγαστήρας [ουσ αρσ ] σίγουρος [επίθ.]
σιγή { χωρ. πλη... σιγοψημένος [επίθ.]
σιγηλός [επίθ.] σιγοψήνω [ρ.]
σιγίλιο {σιγιλί-ου... σιγοψιθυρίζω {σιγοψιθύρ...
σίγλη [θηλ.ουσ] σιγώ {σιγάς... ...
σίγμα [ουσ ουδ.] σίδερα [ουσ ουδ πληθ.]
σιγμοειδής {σιγμοειδ-... σιδεράδικο [ουσ ουδ.]
σιγμοειδικός [επίθ.] σιδεράς {σιδεράδες...
σιγμοειδίτιδα [θηλ.ουσ] σιδερένιος [επίθ.]
σιγοβράζω {σιγόβρασα... σιδεριά [θηλ.ουσ]
σιγοκαίω (εύχρ. σε ... σιδερικά [ουσ ουδ πληθ.]
σιγοκλαίω {σιγόκλαψα... σίδερο [ουσ ουδ.]
σιγοντάρισμα [ουσ ουδ.] σιδεροθηλιά [θηλ.ουσ]
σιγοντάρω {σιγοντάρι... σιδερόλιθος [ουσ ουδ.]
σιγοπίνω [ρ.] Σιδερόστοκος [επίθ.]
σιγορουφώ [ρ.] σιδέρωμα {σιδερώματ...
σιγοτρίζω [ρ.] σιδερώνω {σιδέρω-σα...
σίγουρα [επίρ.] σιδερώστρα [θηλ.ουσ]
σίγουρα! [επιφ.] σιδερωτήριο {σιδερωτηρ...
σιγουράδα [θηλ.ουσ] σιδερωτής {σιδερωτρι...
σιγουράρισμα [ουσ ουδ.] σιδερώτρια {σιδερωτρι...
σιγουράρω (σιγουράρι... Σιδηρέμπορος [ουσ αρσ ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: