Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σίγουρος
επίθετο

sicuro

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σιγουριά σιγοψημένος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ένα σίγουρο αυτοκίνητο = un'auto [θηλ.] affidabile


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---