Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σιγουριά
ουσιαστικό θηλυκό

1 affidamento
2 cauzione
3 certezza
4 certo
5 confidenza
6 fiducia
7 fissità
8 infallibilità
9 rassicurazione
10 saldezza
11 sicurezza
12 sicuro
13 deposito cauzionale

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σιγουρεύω σίγουρος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---