Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
σιδεριά
ουσιαστικό θηλυκό
1
ferrame
2
ferro lavorato
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< σιδερένιος
σιδερικά >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
σιγώ
{σιγάς... ...
σίδερα
[ουσ ουδ πληθ.]
σιδεράδικο
[ουσ ουδ.]
σιδεράς
{σιδεράδες...
σιδερένιος
[επίθ.]
σιδεριά
[θηλ.ουσ]
σιδερικά
[ουσ ουδ πληθ.]
σίδερο
[ουσ ουδ.]
σιδεροθηλιά
[θηλ.ουσ]
σιδερόλιθος
[ουσ ουδ.]
Σιδερόστοκος
[επίθ.]
σιδέρωμα
{σιδερώματ...
σιδερώνω
{σιδέρω-σα...
σιδερώστρα
[θηλ.ουσ]
σιδερωτήριο
{σιδερωτηρ...
σιδερωτής
{σιδερωτρι...
σιδερώτρια
{σιδερωτρι...
Σιδηρέμπορος
[ουσ αρσ ]
σιδηρικά
[ουσ ουδ πληθ.]
Σιδηρίτης
[θηλ.ουσ]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis