Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

σάλεμα [ουσ ουδ.] σαλπιγκτής [ουσ αρσ ]
σαλεύω {σάλε-ψα, ... σαλπίζω {σάλπισα} ...
σάλι {χωρ. γεν.... σάλπισμα {σαλπίσμ-α...
σάλιαγκας [ουσ αρσ ] σαλταδόρος [ουσ αρσ ]
σαλιάζω {εύχρ. μόν... σαλτάρισμα [ουσ ουδ.]
σαλιάρα {χωρ. γεν.... σαλταρισμένος [επίθ.]
σαλιάρης {σαλιάρηδε... σαλτάρω μππ. σαλτα...
σαλιαρίζω {σαλιάρισα... σαλτιμπάγκος [ουσ αρσ ]
σαλιάρισμα [ουσ ουδ.] σάλτο [ουσ ουδ.]
σαλιαρίστρα [θηλ.ουσ] σάλτσα {σαλτσών}
σάλιασμα [ουσ ουδ.] σαλτσιέρα [θηλ.ουσ]
σαλιγκάρι {σαλνγκαρ-... σαμάρα [θηλ.ουσ]
σαλίγκαρος [ουσ αρσ ] σαμαράδικο [ουσ ουδ.]
σαλικυλικός [επίθ.] σαμαράς {σαμαράδες...
σάλιο [ουσ ουδ.] Σαμαρείτης {Σαμαρειτώ...
σαλιώνω {σάλιω-σα,... σαμαρειτικός [επίθ.]
σαλμονέλωση {-ης κ. -ώ... σαμάρι {σαμαρ-ιού...
σαλόνι {σαλον-ιού... σαμαροσκούτι {σαμαροσκο...
σαλός [επίθ.] σαμαρτζής {σαμαρτζήδ...
σάλος {χωρ. πληθ... σαμάρωμα [ουσ ουδ.]
σαλπάρισμα [ουσ ουδ.] σαμαρώνω {σαμάρω-σα...
σαλπάρω {σάλπαρ-α ... σαματάς {σαματάδες...
σάλπιγγα {σαλπίγγων... σαματατζής {σαματατζή...
σαλπιγγικός [επίθ.] σαματατζίδικος [επίθ.]
σαλπιγγίτιδα [θηλ.ουσ] σαμοβάρι {σαμοβαρ-ι...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: