Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
σαμάρωμα
ουσιαστικό ουδέτερο
1
insellaggio
2
insellamento
3
sellatura
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< σαμαρτζής
σαμαρώνω >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Σαμαρείτης
{Σαμαρειτώ...
σαμαρειτικός
[επίθ.]
σαμάρι
{σαμαρ-ιού...
σαμαροσκούτι
{σαμαροσκο...
σαμαρτζής
{σαμαρτζήδ...
σαμάρωμα
[ουσ ουδ.]
σαμαρώνω
{σαμάρω-σα...
σαματάς
{σαματάδες...
σαματατζής
{σαματατζή...
σαματατζίδικος
[επίθ.]
σαμοβάρι
{σαμοβαρ-ι...
Σαμοθράκη
[θηλ.ουσ]
Σάμος
[ουσ αρσ ]
σαμουά
[ουσ ουδ.]
σαμουράι
{άκλ.}
σαμούρι
[ουσ ουδ.]
σάμπα
{χωρ. πληθ...
σαμπάνια
{χωρ. γεν....
σαμπανιζέ
[επίθ.]
σαμποτάζ
[ουσ ουδ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis