Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σαλόνι
ουσιαστικό ουδέτερο

soggiorno, salotto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σαλμονέλωση σαλός  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το σαλόνι ομορφιάς = salone [αρσ.] di bellezza


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---