Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σαλτιμπάγκος
ουσιαστικό αρσενικό

1 equilibrista
2 illusionista
3 misirizzi
4 prestigiatore
5 pulcinella
6 saltatore
7 saltimbanco
8 toni

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σαλτάρω σάλτο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---