Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ρινικός [επίθ.] ρισζσπαστικός [επίθ.]
ρίνισμα {ρινίσμ-ατ... ρισκάρισμα [ουσ ουδ.]
ρινίσματα [ουσ ουδ πληθ.] ρισκάρω {ρίσκαρ-α ...
ρινίτιδα {χωρ. γεν.... ρίσκο [ουσ ουδ.]
ρινόκερος [ουσ αρσ ] ρίχνομαι αόρ. έριξα...
ρινολαρυγγίτιδα [θηλ.ουσ] ρίχνω {έριξα, ρί...
ρινολογία [θηλ.ουσ] ριχτός [επίθ.]
ρινοπλαστική [θηλ.ουσ] ρίψασπις {ριψάσπ-ιδ...
ρινοπλαστικός [επίθ.] ρίψη {-ης κ. -ε...
ρινορραγία {ρινορραγι... ριψοκίνδυνα [επίρ.]
ρινόρροια {ρινορροιώ... ριψοκινδυνεύω {ριψοκινδύ...
ρινοσκόπηση {-ης κ. -ή... ριψοκίνδυνος [επίθ.]
ρινοσκοπικός [επίθ.] ρόγα {ρογών}
ρινοσκόπιο {ρινοσκοπί... ρόγχος [ουσ αρσ ]
ρινοφάρυγγας {ρινοφαρυγ... ρογχώδης [επίθ.]
ρινοφαρυγγίτιδα [θηλ.ουσ] ρόδα {χωρ. γεν....
ριξιά [θηλ.ουσ] ρόδακας {ροδάκων}
ρίξιμο {ριξίμ-ατο... ροδακινιά [θηλ.ουσ]
ριπή [θηλ.ουσ] ροδάκινο [ουσ ουδ.]
ριπίδιο [ουσ ουδ.] ροδαλός [επίθ.]
ριπιδοειδής {ριπιδοειδ... ροδάμι [ουσ ουδ.]
ριπίζω {ρίπισα} (... ροδανθή [ουσ ουδ πληθ.]
ρίπτης [ουσ αρσ ] ροδάνι {ροδαν-ιού...
ρίπτομαι [ρ.] ροδανίζω [ρ. μτβ.]
ρίπτω {έρριψα, ε... ροδάνισμα [ουσ ουδ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: