Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ρισκάρω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 ardire
2 arrischiare
3 arrischiarsi
4 avventare
5 avventurare
6 avventurarsi
7 azzardare
8 cimentare
9 compromettere
10 osare (vt vi)
11 rischiare (vt)
12 risicare (vt)
13 spericolarsi (vrifl)
14 spingersi (vrifl)
15 mettere a rischio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ρισκάρισμα ρίσκο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---