Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ολόκληρος [επίθ.] ολονυκτία {ολονυχτιώ...
ολοκλήρωμα {ολοκληρώμ... ολονυκτίς [επίρ.]
ολοκληρωμένος [επίθ.] ολονύχτιος [επίθ.]
ολοκληρώνομαι [ρ. παθ.] ολοπαγής [επίθ.]
ολοκληρώνω (ολοκλήρ-ω... ολόπλευρα [επίρ.]
ολοκλήρωση {-ης κ. -ώ... ολόπλευρος [επίθ.]
ολοκληρώσιμος [επίθ.] ολοπρόθυμος [επίθ.]
Ολοκληρωτής [ουσ αρσ ] ολόπρωτος [επίθ.]
ολοκληρωτικά [επίρ.] όλος [επίθ.]
ολοκληρωτικός [επίθ.] ολοσκότεινος [επίθ.]
ολοκληρωτισμός [ουσ αρσ ] ολόστεγνος [επίθ.]
ολοκόκκινος [επίθ.] ολοστόλιστος [επίθ.]
ολοκρυσταλλικός [επίθ.] ολοσχερής {ολοσχερ-ο...
ολόλαμπρος [επίθ.] ολοσχερώς [επίρ.]
ολόλευκος [επίθ.] ολοταχώς [επίρ.]
ολολυγή [θηλ.ουσ] ολότελα [επίρ.]
ολολυγμός [ουσ αρσ ] ολότητα {χωρ. πληθ...
ολολύζω {ολόλυξα} ... ολούθε [επίρ.]
ολομέλεια {ολομελειώ... ολοφάνερα [επίρ.]
ολομελής {ολομελ-ού... ολοφάνερος [επίθ.]
ολομερής {ολομερ-ού... ολοφραστικός [επίθ.]
ολομετάβολος [επίθ.] ολόφτυστος [επίθ.]
ολόμοιος [επίθ.] ολοφυρμός [ουσ αρσ ]
ολομόναχος [επίθ.] ολοφύρομαι {μόνο σε ε...
όλον [ουσ ουδ.] ολόφωτος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: