Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ολοφυρμός
ουσιαστικό αρσενικό

1 compianto
2 lamentio
3 lamento
4 ululato
5 ululo
6 urlata
7 urlio
8 urlo
9 pianto dirotto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ολόφτυστος ολοφύρομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---