Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ολοκληρώνω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 compiere
2 compiere
3 completare
4 coronare
5 disbrigare
6 finire
7 integrare
8 perfezionare (vt)
9 rifinire (vt)
10 terminare
11 unire

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ολοκληρώνομαι ολοκλήρωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---