Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ογκάνισμα [ουσ ουδ.] οδηγός [ουσ αρσ και θηλ.]
ογκανισμός [ουσ αρσ ] οδηγούμενος [επίθ.]
ογκηθμός [ουσ αρσ ] οδηγώ [-είς, -εί...
ογκογένεση [θηλ.ουσ] οδικός [επίθ.]
ογκογενετικός [επίθ.] οδογέφυρα {οδογεφυρώ...
ογκογόνος [επίθ.] οδογράφος [ουσ αρσ ]
ογκοθεραπεία [θηλ.ουσ] οδοδείκτης {οδοδεικτώ...
ογκόλιθος {-ου κ. -ί... οδοιπορία [θηλ.ουσ]
ογκολογία {χωρ. πληθ... οδοιπόρος [ουσ αρσ και θηλ.]
ογκολογικός [επίθ.] οδοιπορώ {οδοιπορεί...
ογκολόγος [ουσ αρσ και θηλ.] οδοκαθαριστής [ουσ αρσ ]
ογκομετρικός [επίθ.] οδόμετρο [ουσ ουδ.]
ογκόμετρο {ογκομέτρ-... οδοντάγρα [θηλ.ουσ]
όγκος [ουσ αρσ ] οδονταλγία {οδονταλγι...
ογκούμαι {-ού- σαι.... οδονταλγικός [επίθ.]
ογκώδης {ογκώδ-ους... οδοντιατρείο [ουσ ουδ.]
ογκώνομαι {ογκώ-θηκα... οδοντιατρική [θηλ.ουσ]
ογλήγορος [επίθ.] οδοντιατρικός [επίθ.]
οδαλίσκη {σπάν. οδα... οδοντίατρος {οδοντιάτρ...
οδήγηση {-ης κ. -ή... οδοντικός [επίθ.]
οδηγήσιμος [επίθ.] οδοντίνη {χωρ. πληθ...
οδηγητικός [επίθ.] οδοντόβουρτσα {χωρ. γεν....
οδηγήτρια [θηλ.ουσ] οδοντογλυφίδα [θηλ.ουσ]
οδηγία [θηλ.ουσ] οδοντογονία {χωρ. πληθ...
οδηγίες [θηλ. ουσ πληθ.] οδοντόκρεμα [θηλ.ουσ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: