Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόοδηγός
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό 1 guida 2 [αυτοκινήτου] autista (m), conducente (m) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαο τηλεφωνικός οδηγός = guida [θηλ.] del telefono || η σχολή οδηγών = scuola [θηλ.] guida Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |