GrecoItaliano


οδηγός
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

1 guida
2 [αυτοκινήτου] autista (m), conducente (m)

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ο τηλεφωνικός οδηγός = guida [θηλ.] del telefono || η σχολή οδηγών = scuola [θηλ.] guida



Sfoglia il dizionario




{{ID:ODHGOS100}}
---CACHE---