Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόογκώνομαι
ρήμα αμετάβατο 1 aumentare 2 crescere 3 espandersi 4 ingrossare 5 ingrossarsi 6 mareggiare (vi) 7 soprammontare (vi) 8 essere in espansione permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |