Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ξοδιαστής [ουσ αρσ ] ξύλινος [επίθ.]
ξολοθρεμός [ουσ αρσ ] ξυλινός [επίθ.]
ξόμπλι {ξομπλ-ιού... ξύλισμα [ουσ ουδ.]
ξομπλιάζω {ξόμπλιασ-... ξύλο [ουσ ουδ.]
ξόμπλιασμα [ουσ ουδ.] ξυλόγλυπτο [ουσ ουδ.]
ξομπλιάστρα {χωρ. γεν.... ξυλογράφημα [ουσ ουδ.]
ξόρκι {ξορκ-ιού ... ξυλογραφία {ξυλογραφι...
ξόρκια [θηλ.ουσ] ξυλογραφικός [επίθ.]
ξόρκισμα [ουσ ουδ.] ξυλόγραφο [ουσ ουδ.]
ξορκισμένος [ουσ αρσ ] ξυλογράφος [ουσ αρσ και θηλ.]
ξούρας [ουσ αρσ ] ξυλοδαρμός [ουσ αρσ ]
ξόφλημα [ουσ ουδ.] ξυλοδεσιά [θηλ.ουσ]
ξύγκι [ουσ ουδ.] ξυλόζη [θηλ.ουσ]
ξύδι [ουσ ουδ.] ξυλόκαρφο [ουσ ουδ.]
ξυλαποθήκη {ξυλαποθηκ... ξυλοκατασκευή [θηλ.ουσ]
ξυλεία {χωρ. πληθ... ξυλοκόπημα [ουσ ουδ.]
ξυλένιο [ουσ ουδ.] ξυλοκόπος [ουσ αρσ ]
ξυλένιος [επίθ.] ξυλοκοπώ {ξυλοκοπεί...
ξυλεπένδυση [θηλ.ουσ] ξυλοκρέβατο [ουσ ουδ.]
ξύλημα {ξυλήματος... ξυλόλιο [ουσ ουδ.]
ξυλιά [θηλ.ουσ] ξυλολογία [θηλ.ουσ]
ξυλιάζω {ξύλιασ-α,... ξυλοπάπουτσο [ουσ ουδ.]
ξύλιασμα [ουσ ουδ.] ξυλοπόδαρο [ουσ ουδ.]
ξυλιασμένος [επίθ.] ξυλοπρίονο [ουσ ουδ.]
ξυλίζω {ξύλισ-α, ... ξυλοσκίστης [ουσ αρσ ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: