Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ξυλοκοπώ
ρήμα μεταβατικό

1 bastonare
2 conciare
3 legnare
4 pestare (vt)
5 picchiare (vt vi)
6 smusare (vt)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ξυλοκόπος ξυλοκρέβατο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---