Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόξύλο
ουσιαστικό ουδέτερο legno permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατρώω ξύλο = buscarle || δίνω πολύ ξύλο = dare un sacco di botte || πλακώνομαι στο ξύλο = fare a botte || τον σκότωσε στο ξύλο = l'ha ammazzato di botte Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |