Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›ξύλινος

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

ξύλινος
επίθετο

1 di legno
2 legnaceo
3 legnoso
4 ligneo

ξυλινός
επίθετο

di legno

permalink
‹ ξυλίζω
ξύλισμα ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ξυλιά [θηλ.ουσ]
ξυλιάζω {ξύλιασ-α,...
ξύλιασμα [ουσ ουδ.]
ξυλιασμένος [επίθ.]
ξυλίζω {ξύλισ-α, ...
ξύλινος [επίθ.]
ξυλινός [επίθ.]
ξύλισμα [ουσ ουδ.]
ξύλο [ουσ ουδ.]
ξυλόγλυπτο [ουσ ουδ.]
ξυλογράφημα [ουσ ουδ.]
ξυλογραφία {ξυλογραφι...
ξυλογραφικός [επίθ.]
ξυλόγραφο [ουσ ουδ.]
ξυλογράφος [ουσ αρσ και θηλ.]
ξυλοδαρμός [ουσ αρσ ]
ξυλοδεσιά [θηλ.ουσ]
ξυλόζη [θηλ.ουσ]
ξυλόκαρφο [ουσ ουδ.]
ξυλοκατασκευή [θηλ.ουσ]


{{ID:XYLINOS100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti