Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ντούρος [επίθ.] ντροπιαστικός [επίθ.]
ντους [ουσ ουδ.] ντύμα [ουσ ουδ.]
ντράι–ντοκ [ουσ ουδ.] ντυμένος [επίθ.]
ντράμερ [ουσ αρσ ] ντύνομαι αόρ. έντυσ...
ντραμς {άκλ.} ντύνω {έντυσα, ν...
ντρέπομαι {ντράπηκα}... ντύσιμο {ντυσίμ-ατ...
ντρεπόμενος [επίθ.] νυγμός [ουσ αρσ ]
ντρέτος [επίθ.] νυκταλωπία {χωρ. πληθ...
ντρίμπλα [θηλ.ουσ] νυκτερινός [επίθ.]
ντριμπλαδόρος [ουσ αρσ ] νύκτιος [επίθ.]
ντριμπλάρισμα [ουσ ουδ.] νυκτιτροπικός [επίθ.]
ντριμπλάρω [ρ. μτβ.] Νυκτιτροπισμός [ουσ αρσ ]
ντριμπλέρ [ουσ ουδ.] νυκτόβιος [επίθ.]
ντρίτος [επίθ.] νυκτουρία [θηλ.ουσ]
ντροπαλά [επίρ.] νυκτοφοβία [θηλ.ουσ]
ντροπαλός [επίθ.] νυκτοφύλακας [ουσ αρσ ]
ντροπαλοσύνη [θηλ.ουσ] νυμφαίο [επίθ.]
ντροπαλότητα [θηλ.ουσ] νυμφεύομαι {νυμφεύ-θη...
ντροπή [θηλ.ουσ] νύμφευση [θηλ.ουσ]
ντροπιάζομαι [ρ. παθ.] νυμφεύω [ρ.]
ντροπιάζω {ντρόπιασ-... νύμφη [θηλ.ουσ]
ντροπιάρης [επίθ.] νυμφίδιο {νυμφιδί-ο...
ντρόπιασμα [ουσ ουδ.] νυμφομανής {νυμφομανο...
ντροπιασμένος [επίθ.] νυμφομανία {χωρ. πληθ...
ντροπιαστικά [επίρ.] νυμφοποίηση [θηλ.ουσ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: