Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›νυμφεύω

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

νυμφεύω
ρήμα

1 maritare (vt)
2 sposare (vt)

permalink
‹ νύμφευση
νύμφη ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

νυκτοφοβία [θηλ.ουσ]
νυκτοφύλακας [ουσ αρσ ]
νυμφαίο [επίθ.]
νυμφεύομαι {νυμφεύ-θη...
νύμφευση [θηλ.ουσ]
νυμφεύω [ρ.]
νύμφη [θηλ.ουσ]
νυμφίδιο {νυμφιδί-ο...
νυμφομανής {νυμφομανο...
νυμφομανία {χωρ. πληθ...
νυμφοποίηση [θηλ.ουσ]
νύμφωση [θηλ.ουσ]
νυν [επίρ.]
νύξη {-ης κ. -ε...
Νυρεμβέργη [θηλ.ουσ]
νύστα [θηλ.ουσ]
νύσταγμα [ουσ ουδ.]
νυσταγμένα [επίρ.]
νυσταγμένος [επίθ.]
νυσταγμός [ουσ αρσ ]


{{ID:NYMFEYW100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti