Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ντροπιάζω
ρήμα μεταβατικό

1 svergognare
2 [ατιμάζω] disonorare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ντροπιάζομαι ντροπιάρης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---