Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόντροπιάζομαι
ρήμα παθητικό 1 arrossire 2 degradarsi 3 disonorarsi 4 infangarsi 5 macchiarsi (vrifl) 6 mortificarsi (vrifl) 7 sputtanarsi (vrifl) 8 non conoscere la vergogna 9 coprirsi di vergogna 10 infamarsi permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |