Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

μόλος [ουσ αρσ ] μομιοποίηση [θηλ.ουσ]
μολοσσός [ουσ αρσ ] μομιοποιούμαι [ρ.]
μολόχα {χωρ. γεν.... μομιοποιώ [-είς, -εί...
μολυβδίαση {-ης κ. -ά... μομφή [θηλ.ουσ]
μολύβδινος [επίθ.] μονάδα [θηλ.ουσ]
μολυβδοκόνδυλο [ουσ ουδ.] μοναδικά [επίρ.]
μόλυβδος {μολύβδ-ου... μοναδικός [επίθ.]
μολυβδούχος [επίθ.] μοναδικότητα {χωρ. πληθ...
μολυβδόχρους {μολυβδόχρ... Μονακό [ουσ ουδ.]
μολυβένιος [επίθ.] μονάκριβος [επίθ.]
μολυβήθρα {χωρ. γεν.... μονανδρία [θηλ.ουσ]
μολύβι {μολυβ-ιού... μόνανδρος [επίθ.]
μολυβιά [θηλ.ουσ] μοναξιά {χωρ. γεν....
μολυβοθήκη [θηλ.ουσ] μοναξονικός [επίθ.]
μολυβοκόνδυλο [ουσ ουδ.] Μοναξονικός [ουσ αρσ ]
μολυβώνω {μολύβω-σα... μονάρχης {μοναρχών}
μολύνομαι [ρ.] μοναρχία {μοναρχιών...
μόλυνση {-ης κ. -ύ... μοναρχιανός [επίθ.]
μολυντικός [επίθ.] μονάρχιδος [ουσ αρσ ]
μολύνω {μόλυν-α, ... μοναρχικός [επίθ.]
μολυσματικός [επίθ.] μοναστήρι {μοναστηρ-...
μολυσματικότητα [θηλ.ουσ] μοναστηριακός [επίθ.]
μολυσμένος [επίθ.] μοναστής [ουσ αρσ ]
μολώχ [ουσ αρσ ] μοναστικισμός [ουσ αρσ ]
μομία [θηλ.ουσ] μοναστικός [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: