Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›μονάδα

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

μονάδα
ουσιαστικό θηλυκό

unità

permalink
‹ μομφή
μοναδικά ›


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η ηλεκτρική μονάδα = centrale [θηλ.] elettrica || η μονάδα μετρήσεως = unità [θηλ. άκλ.] di misura



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

μομία [θηλ.ουσ]
μομιοποίηση [θηλ.ουσ]
μομιοποιούμαι [ρ.]
μομιοποιώ [-είς, -εί...
μομφή [θηλ.ουσ]
μονάδα [θηλ.ουσ]
μοναδικά [επίρ.]
μοναδικός [επίθ.]
μοναδικότητα {χωρ. πληθ...
Μονακό [ουσ ουδ.]
μονάκριβος [επίθ.]
μονανδρία [θηλ.ουσ]
μόνανδρος [επίθ.]
μοναξιά {χωρ. γεν....
μοναξονικός [επίθ.]
Μοναξονικός [ουσ αρσ ]
μονάρχης {μοναρχών}
μοναρχία {μοναρχιών...
μοναρχιανός [επίθ.]
μονάρχιδος [ουσ αρσ ]


{{ID:MONADA100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti