Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μονάδα
ουσιαστικό θηλυκό

unità

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μομφή μοναδικά  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η ηλεκτρική μονάδα = centrale [θηλ.] elettrica || η μονάδα μετρήσεως = unità [θηλ. άκλ.] di misura


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---